- φαλλοκράτης
- ο, Νοπαδός, υποστηρικτής τής φαλλοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + -κράτης (< κράτος), πρβλ. γραφειο-κράτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
φαλλοκρατία — η, Ν [φαλλοκράτης] (κοινων. ανθρωπολ.) σύνολο τύπων συμπεριφοράς οι οποίοι ανακλούν την αντιεπιστημονική αντίληψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα τών δύο φύλων, ότι εκ φύσεως η γυναίκα είναι κατώτερη τού άνδρα και ότι αυτός, ως ανώτερός της,… … Dictionary of Greek
φαλλοκρατικός — ή, ό, Ν [φαλλοκράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φαλλοκράτη ή στην φαλλοκρατία («φαλλοκρατική αντίληψη») … Dictionary of Greek